- παραβλάστη
- η, ΝΑβλαστός που φύτρωσε κοντά στο μητρικό φυτό από τις ρίζες ή από τον υπόγειο κορμό του και μπορεί να μεταφυτευθεί ως ανεξάρτητο φυτόνεοελλ.ο εμβρυϊκός ιστός αμέσως μετά τον πρώτο σχηματισμό τού εμβρύου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + βλάστη «βλαστός»].
Dictionary of Greek. 2013.